ἔνιοι

ἔνιοι
ἔνιοι, [full] αι, α,
A some; never in [dialect] Ep., Lyr., or [dialect] Att. Poets before Men., exc. Ar.Pl.867 (cf. however ἐνίοτε); first used in [dialect] Ion. Prose, as Hdt.1.120, 8.56, Hp.Praec.6;

πολλοὶ μὲν . . ἔνιοι δὲ . . Lys.25.19

;

ἔνιοι μὲν . . ἔνιοι δὲ . . Pl.Tht.151a

, X.Mem.4.2.38;

ἔνιοι μὲν . . οἱ δὲ . . Pl. Mx.238e

;

ἔνιοί τινες Isoc.15.258

: later in sg.,

οὐ πᾶσα κίνησις θερμαίνει, ἀλλ' ἐνία ψύχει Arist.Pr.884b13

, cf. Thphr.Vert.1;

περὶ ψυχῆς ἐνίας θεωρῆσαι Arist.Metaph.1026a5

: neut. pl. as Adv.,

συμμανῆναι ἔνια δεῖ Men.421

;

ἔστι καὶ ταὐτόματον ἔνια χρήσιμον Id.486

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἐνίοι — ἐνίοῑ , ἔνειμι sum pres opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔνιοι — some masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ένιοι — εσν α (Α ἔνιοι, αι, α) νεοελλ. αρχ. μερικοί, κάποιοι, κάμποσοι, λίγοι (α. «παρατηρείται σε ένιες περιπτώσεις συγγραφέων» β) «ἔνιοι τῶν στρατηγῶν», Ηρόδ.) αρχ. 1. (σπαν. στον ενικό) α) «ἐὰν ἔχωσιν ἔνιον ἐρύθημα» κάποια κοκκινίλα (Ξεν.) β) «οὐ πᾱσα …   Dictionary of Greek

  • ἐνίων — ἔνιοι some fem gen pl ἔνιοι some masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνίαις — ἔνιοι some fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνίοισι — ἔνιοι some masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνίοισιν — ἔνιοι some masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνίους — ἔνιοι some masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔνια — ἔνιοι some neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔνιαι — ἔνιοι some fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ενίοτε — (Α ἐνίοτε) [ένιοι] επίρρ. καμιά φορά, κάποτε, πότε πότε, μερικές φορές, σε μερικές περιπτώσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < ἔνιοι κατά το πρότυπο τών ὅτε, ποτέ (βλ. και λ. ἔνιοι)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”